- λάτρα
- η1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» — νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού λατρεύω, κατά το σχήμα λιμάρω: λίμα, παστρεύω: πάστρα].
Dictionary of Greek. 2013.